- ὀνοταζόμεναι
- ὀνοτάζωblamepres part mp fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονοτάζω — ὀνοτάζω (Α) [ονοτός] (ποιητ.. τ.) 1. όνομαι*, μέμφομαι, ψέγω 2. μέσ. ονοτάζομαι αποστρέφομαι, βδελύσσομαι («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ ὀνοταζόμεναι», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek